- ἀστράπτω
- ἀστράπτω (cf. στράπτω), [dialect] Ep. [tense] impf.A
ἀστράπτεσκον Mosch.2.86
: [tense] fut.ἀστράψω Cratin.53
, Nonn.D.33.376: [tense] aor.ἤστραψα Il.17.595
, etc.:—lighten, hurl lightnings, freq. of omens sent by Zeus,ἀστράπτων ἐπιδέξι' Il.2.353
;Κρονίδης ἐνδέξια σήματα φαίνων ἀστράπτει 9.237
;ὡς δ' ὅτ' ἂν ἀστράπτῃ πόσις Ἥρης 10.5
;ἀστράψας δὲ μάλα μεγάλ' ἔκτυπε 17.595
;οὑλύμπιος ἤστραπτεν, ἐβρόντα Ar.Ach.531
, cf. V. 626.2 impers., ἀστράπτει it lightens, ἤστραψε it lightened,οὐρανοῦ δ' ἄπο ἤστραψε S.Fr.578
, cf. Arist.Rh.1392b27.II flash or glance like lightning,πᾶς γὰρ ἀστράπτει χαλινός S.OC1067
(lyr.); κατάχαλκον ἀ. πεδίον gleams with brass, E.Ph.III; soἀ. χαλκῷ X. Cyr.6.4.1
; of the face,εἶδον τὴν ὄψιν . . ἀστράπτουσαν Pl.Phdr.254b
;ἀ. τοῖς ὄμμασι X.Cyn.6.15
; of flowers,ἀνεμωνίδες ἀστράπτουσαι
bright,Nic.
Fr.74.64: c. acc. cogn., ἐξ ὀμμάτων δ' ἤστραπτε . . σέλας (sc. Τυφών) flashed flame from his eyes, A.Pr.358;ἵμερον ἀστράπτουσα κατ' ὄμματος AP12.161
(Asclep.), cf. Mosch. l.c.;ἤστραψε γλυκὺ κάλλος AP12.110
(Mel.).2 of persons, to be brilliant, conspicuous,ἔν τινι Opp.C.1.361
,2.23.III trans., consume with lightning, dub. in Cratin.53.2 illuminate, τι Musae.276.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.